κουτσούνα

κουτσούνα
η
1. κούκλα
2. μικρό καρβέλι ψωμιού
3. ο καρπός τού καλαμποκιού
4. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. κούτσα (διαλεκτ. τ.) «κούκλα» (πρβλ. ιταλ. cucciolo «νεογνό ζώου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουτσουνικά — τα [κουτσούνα] κούκλες, πλαγγόνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”